- Ἀκίδων
- Ἄκιςfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀκίδων — ἀκίς pointed object fem gen pl ἀ̱κίδων , ἀκιδόω barb like imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱κίδων , ἀκιδόω barb like imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀκιδόω barb like imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀκιδόω barb like imperf ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Maciste (personaje) — Maciste es un personaje cinematográfico protagonista de un gran número de películas de género peplum. Al igual que otros personajes del género, como Hércules o Ursus, es un ser bondadoso que lucha por el desprotegido por medio de su fuerza… … Wikipedia Español
αθερολόγιον — ἀθερολόγιον, το (Α) χειρουργικό εργαλείο για την εξαγωγή ακίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀθὴρ + λογιον < λογος < λέγω (= συλλέγω)] … Dictionary of Greek
αλεξικέραυνο — Ηλεκτρικός αγωγός, προορισμός του οποίου είναι η προστασία από τις ατμοσφαιρικές ηλεκτρικές εκκενώσεις κατά τη διάρκεια καταιγίδων. Το πρώτο α. κατασκεύασε ο Βενιαμίν Φραγκλίνος το 1765. Η κατασκευή του περιλάμβανε ένα σιδερένιο ραβδί, μήκους 5… … Dictionary of Greek
διατρητικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διάτρηση 2. αυτός που μπορεί να διατρυπά. 3. φρ. «διατρητική μηχανή» μηχανή με πληκτρολόγιο το οποίο συνδέεται με συγκρότημα διατρητικών ακίδων, για τη διάτρηση δελτίων κατά τη μηχανογράφηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ … Dictionary of Greek
εκπομπή — Η παραγωγή και η εξαπόλυση ενέργειας από κάποια πηγή· η μετάδοση προγράμματος από ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό πομπό. ε. ακτινοβολίας. Ε. ακτινοβόλου ενέργειας, που μεταδίδεται με ηλεκτρομαγνητικά κύματα. Προέρχεται από ηλεκτρικά φορτία και οφείλεται … Dictionary of Greek
εκτυπωτής — Περιφερειακή συσκευή του ηλεκτρονικού υπολογιστή, με την οποία ο χρήστης έχει τη δυνατότητα να αποτυπώνει, σε χαρτί ή σε άλλο μέσο (π.χ. σε φιλμ ή σε απλή διαφάνεια), το αρχείο του επιθυμεί (ή μέρος του). Συνηθέστερα είδη ε. είναι αυτοί που… … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
ρήνιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Re· ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων· έχει ατομικό αριθμό 75, ατομικό βάρος 186,22· έχει δύο φυσικά ισότοπα, το Re185 σταθερό, το Re187 ραδιενεργό και τέσσερα τεχνητά ισότοπα, τα Re182,… … Dictionary of Greek
τρανζίστορ — (ελληνικά αποδόθηκε κρυσταλλολυχνία). Ηλεκτρικό εξάρτημα κατασκευασμένο από ημιαγωγούς κρυστάλλους, τοποθετημένους εντός μεταλλικής προστατευτικής θήκης, από την οποία εξέρχονται συνήθως 3 ακροδέκτες (επαφές). Το τ., η ονομασία του οποίου… … Dictionary of Greek